δελφινίζω

δελφινίζω
δελφινίζω (Α) [δελφίς]
κολυμπώ σαν δελφίνι, βουτώ σαν δελφίνι («κάρα δελφινίσαντες περιένεον ὑποβρύχιοι θαυμασίως» — αφού έκαναν βουτιά με το κεφάλι κολυμπούσαν κάτω από το νερό).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δελφινίσαντες — δελφινίζω duck like a dolphin aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”